πιριμπεντίλ

πιριμπεντίλ
το, Ν
(φαρμ.) φάρμακο με διπλή δράση, αγγειοσυσταλτική στο επίπεδο τών σπλάγχνων και αγγειοδιασταλτική τών περιφερειακών και εγκεφαλικών αρτηριών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”